- ἀχιόνιστος
- ἀχῐόνιστος, ον,A not snowed upon, Sch.Od.6.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αχιόνιστος — η, ο (Μ ἀχιόνιστος, ον) αυτός που δεν σκεπάστηκε με χιόνι νεοελλ. (για τόπο) εκείνος στον οποίο ποτέ δεν χιονίζει … Dictionary of Greek
αχιόνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι σκεπασμένος από χιόνι: Τα βουνά γύρω ήταν ακόμη αχιόνιστα. 2. (για χρονικές περιόδους), εκείνος στη διάρκεια του οποίου δε χιόνισε: Η χρονιά πέρασε σχεδόν αχιόνιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχιόνιστον — ἀχιόνιστος not snowed upon masc/fem acc sg ἀχιόνιστος not snowed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)